Στους δρόμους, στα πάρκα, στα στενά και στις λεωφόρους της Αργεντινής γεννήθηκε ένας θρύλος που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. Ο μύθος έχει τις ρίζες του στην πόλη Σαντιάγο ντελ Εστέρο και σιγά σιγά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Πέρασε στο Μεξικό, πήγε στην Νάπολη και από σε όλο τον κόσμο. Τη “μητέρα των πόλεων” όπως την αποκαλούν οι κάτοικοί της και όλη η Αργεντινή. Στο στάδιο της μητέρας των πόλεων, δεσπόζει ένα άγαλμα. Αυτό του Ντιέγκο Μαραντόνα.

Ο αστικός θρύλος λέει ότι αυτό το άγαλμα είναι κάθε πρωί ιδρωμένο. Στην αρχή το παρατήρησε ένας φύλακας του γηπέδου. Καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει στα ίδια του τα μάτια, φώναξε την επόμενη μέρα έναν φροντιστή που τον επιβεβαίωσε. Μετά ακολούθησαν οι φίλοι τους και οι φίλοι των φίλων τους που με τη σειρά τους εξιστορούσαν το θαύμα του ιδρωμένου αγάλματος. Οι θρύλοι ως γνωστόν δεν γνωρίζουν από σύνορα και σιγά σιγά το ιδρωμένο άγαλμα έγινε αντικείμενο συζήτησης στα μπαρ όλου του κόσμου. Σε καφέ, σε πλατείες, σε αίθουσες αναμονής, στις κερκίδες των γηπέδων, στις αυλές των σχολείων, σε γραφεία και σε αλάνες.

Κάποιοι όμως γνωρίζουν καλά ότι αυτό δεν είναι θρύλος. Διότι ξέρουν πολύ καλά τι γίνεται μετά από τα μεσάνυχτα. Τότε που όλα ηρεμούν στο γήπεδο της “μητέρας των πόλεων”. Τότε λοιπόν, το άγαλμα αφήνει το βάθρο του και μπαίνει στο γήπεδο. Η ψυχή που είναι “παγιδευμένη” στο υλικό του αγάλματος άλλωστε, δεν θα μπορούσε να έστεκε εκεί, έξω από το γήπεδο χωρίς να παίζει μπάλα. Το άγαλμα είχε βρει μία παλιά μπάλα σε μία γωνιά του γηπέδου. Κανείς δεν ήθελε να παίζει με εκείνη πλέον. Αλλά το άγαλμα είχε παίξει με πιο παλιές μπάλες από αυτήν. Αγαπούσε, για την ακρίβεια λάτρευε όλες τις μπάλες και αυτές στα πόδια του, όσο λερωμένες, όσο παλιές, όσο σημαδεμένες από γρατζουνιές και εάν ήταν ένιωθαν θεές.

Το άγαλμα έπαιρνε την παλιά μπάλα και έμπαινε στο γήπεδο. Μετά από το απαραίτητο ζέσταμα λόγω της πολύωρης ακινησίας στο βάθρο, ξεκινούσε τις ντρίμπλες σε αόρατους αντιπάλους, τα σουτ, τις κούρσες, τις προσποιήσεις. Τα αστέρια που ήξεραν το μυστικό, κατάλαβαν αμέσως ποιος ήταν και φώτιζαν περισσότερο το στάδιο “Αζτέκα” στο Μεξικό και την Νάπολι. Το αεράκι που γνώρισε τις προσποιήσεις, φυσούσε λίγο πιο δυνατά σε όλα τα γήπεδα του κόσμου και προκαλούσε σύγχυση σε όλο τον κόσμο που νόμιζε ότι άκουγε “Ντιέγκο, Ντιέγκο”. Όσο ο χρόνος έτρεχε και το φως κέρδιζε το σκοτάδι, το άγαλμα επιχειρούσε όλο και πιο δύσκολα πράγματα στο χορτάρι. Δύσκολα, αλλά ποτέ τα ίδια, αφού αυτό ήταν το χαρακτηριστικό της ποδοσφαιρικής ψυχής που ήταν μέσα του, που του έδινε ζωή. Ο Ντιέγκο δεν έκανε ποτέ την ίδια ντρίμπλα, δεν έκανε ποτέ την ίδια προσποίηση, δεν έβαλε ποτέ το ίδιο γκολ. Δεν έκανε καν τα ίδια λάθη στη ζωή του…

Εκεί, λίγο πριν από την αυγή, ο Ντιέγκο βάζει το καλύτερο γκολ ξεκινώντας πίσω από το κέντρο του γηπέδου, αφήνει ξαπλωμένους (σαν αγάλματα θα μπορούσε να πει κανείς) όλους τους αόρατους αντιπάλους του και σκοράρει σε άδεια εστία. Με την δεξιά γροθιά σηκωμένη, το άγαλμα κρύβει την μπάλα του και ανεβαίνει στο βάθρο.

Τα αστέρια κρύβονται στις δικές τους γωνιές του σύμπαντος και συζητούν στην άλλη πλευρά την παράσταση που μόλις είδαν. Ο ήλιος που ξέρει όμως, γελάει ειρωνικά…

Το άγαλμα στέκεται ιδρωμένο τις πρώτες πρωινές ώρες κάθε μέρας. Πολλοί κάνουν λόγο για θρύλο, αλλά είναι κάποιοι που ξέρουν τι ακριβώς γίνεται στη “μητέρα των πόλεων”. Και επιμένουν ότι είναι αλήθεια. Επιμένουν μάλιστα, ότι κάποια μέρα το άγαλμα θα ξεχαστεί και θα πάει στο βάθρο με τη γροθιά σηκωμένη.